- καπρονικό οξύ
- Ονομασία κορεσμένου μονοκαρβονικού οξέος του τύπου CH3(CH2)4COOH. Είναι άχρωμο ή ελαφρώς κίτρινο ελαιώδες υγρό, αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό στον αιθέρα· έχει ισχυρή όξινη γεύση, δυσάρεστη οσμήκαι σημείο βρασμού 205°C. Παρασκευάζεται με πολλές μεθόδους, όπως για παράδειγμα από την αμυλική αλκοόλη, τον μηλινικό εστέρα, την εξυλική αλκοόλη κ.ά. To κ.o. βρίσκεται σε πολλά φυσικά λίπη, όπως στο βούτυρο της αγελάδας και της κατσίκας, στο κοκόλιπος –είτε με τη μορφή γλυκεριδίου είτε σε ελεύθερη κατάσταση– και σε πολλά αιθέρια έλαια. Ο μεθυλεστέρας του κ.ο. είναι άχρωμο έλαιο με έντονη οσμή αιθέρα, ο αιθυλεστέρας είναι επίσης υγρό άχρωμο με έντονη οσμή ανανά και χρησιμοποιείται για την παρασκευή τεχνητών αρωμάτων καρπών. Η οσμή των μήλων οφείλεται κυρίως στον εστέρα του κ.ο. Το κ.ο. ονομάζεται αλλιώς και εξανικό ή καπροϊκό οξύ.
Dictionary of Greek. 2013.